- καματιά
- καματιά, ἡ (Μ) [κάματος]πόνος, καημός («ἐδίπλασα ξανὰ τὴν καματιά μου», Κυπρ. Ερωτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek